- σαλπίζει
- σαλπίζωsound the trumpetpres ind mp 2nd sgσαλπίζωsound the trumpetpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαλπιγκτής — ο, ΝΜΑ, και σαλπιστής ΝΑ, και σαλπιχτής Ν, και σαλπικτής και σαλπιγκτήρ, ῆρος και βοιωτ. τ. σαλπικτάς και σαλπιγκτάς Α αυτός που σαλπίζει, που παίζει σάλπιγγα νεοελλ. 1. στρ. στρατιώτης τού οποίου έργο είναι να σαλπίζει τα παραγγέλματα για έγερση … Dictionary of Greek
αργυροσάλπιγξ — ἀργυροσάλπιγξ ( ιγγος), ο, η (Μ) αυτός που σαλπίζει με αργυρή σάλπιγγα … Dictionary of Greek
ηρισάλπιγξ — ἠρισάλπιγξ και ἐρισάλπιγξ, ό (Α) (ονομασία πτηνού) αυτός που σαλπίζει το πρωί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρι «νωρίς, πρωί» + σάλπιγξ] … Dictionary of Greek
ιεροσαλπιγκτής — ἱεροσαλπιγκτής και ἱεροσαλπικτής, ὁ (Α) επιγρ. αυτός που σαλπίζει κατά τη θυσία («ὁ ἐπὶ τοῑς ἱεροῑς [τῇ σάλπιγγι χρώμενος] ἱεροσαλπιγκτής ἄμεινον δὲ τὸ ἱερὸς σαλπιγκτής, διαλυσάντων τοὔνομα», Πολυδ.) … Dictionary of Greek
περισαλπισμός — ὁ, Α [περισαλπίζω] το να σαλπίζει κανείς γύρω από κάτι, το να ηχεί γύρω γύρω με τη σάλπιγγα … Dictionary of Greek
σάλπισμα — το, ΝΑ [σαλπίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαλπίζω, το να σαλπίζει κανείς, να παράγει ήχο ή να παίζει ένα μουσικό κομμάτι με την σάλπιγγα 2. ήχος που παράγεται, που βγαίνει από την σάλπιγγα 3. το παράγγελμα που δίνεται με την σάλπιγγα… … Dictionary of Greek
σαλπίζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. σαλπίττω και βοιωτ. τ. σαλπίδδω και στους Ταραντίνους σαλπίσσω Α 1. παίζω την σάλπιγγα, ηχώ με την σάλπιγγα 2. σημαίνω παράγγελμα με την σάλπιγγα (α. «και να σαλπίζει η σάλπιγγα πολεμιστήριον ήχο», Παλαμ. β. «ἐσάλπισε τὸ...… … Dictionary of Greek